- πορδαλάς
- οθηλ. -λού ή πορδού αυτός που έχει τη συνήθεια να αφήνει πορδές, να κλάνει, αλλ. κλανιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορδάλας — ο, Ν κοινή ονομασία τού φυτού λεοντική το λεοντοπέταλο, αλλ. πουρδάλα ή φούσκα … Dictionary of Greek
πορδαλάς — ο, θηλ. πορδαλού, Ν [πορδή] αυτός που κλάνει συνεχώς … Dictionary of Greek
κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
πορδαλίζω — Ν [πορδαλάς] κλάνω από συνήθεια … Dictionary of Greek